- λιθάριον
- λιθάριον, τό, Steinchen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθάριον — stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθαρίοις — λιθάριον stone neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθαρίου — λιθάριον stone neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθαρίων — λιθάριον stone neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθαρίῳ — λιθάριον stone neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάρια — λιθάριον stone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάρι — το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι νεοελλ. 1. λίθος, πέτρα («στρώμα χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.) 2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία 3. το αγώνισμα τής λιθοβολίας 4. η μυλόπετρα 5. φρ.… … Dictionary of Greek
λιθαρίδιον — λιθαρίδιον, τὸ (Α) [λιθάριον] λιθάρι, μικρός λίθος … Dictionary of Greek
λιθαρωτός — λιθαρωτός, ή, όν (Μ) [λιθάριον] αυτός που έχει πολύτιμους λίθους … Dictionary of Greek
ՄԻԶԱԳՐԱՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0275 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ՄԻԶԱԳՐԱՒՈՒԹԻՒՆ ՄԻԶԱՐԳԵԼՈՒԹԻՒՆ. στραγγουρία stranguria λιθάριον lapillus. Տ. ՄԻԱԶԳՐԱՒ: Բժշկարան.: *Հիւանդ կա՛մ քար, եւ կամ միզագրաւութիւն ունիցի, եւ կամ զասացեալն սրբազան ցաւ. Պղատ. օրին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԶԱՐԳԵԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0275 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ՄԻԶԱԳՐԱՒՈՒԹԻՒՆ ՄԻԶԱՐԳԵԼՈՒԹԻՒՆ. στραγγουρία stranguria λιθάριον lapillus. Տ. ՄԻԱԶԳՐԱՒ: Բժշկարան.: *Հիւանդ կա՛մ քար, եւ կամ միզագրաւութիւն ունիցի, եւ կամ զասացեալն սրբազան ցաւ. Պղատ. օրին.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)